- τυμπάνιον
- τυμπάνιονa head-dressneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυμπανίοις — τυμπάνιον a head dress neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίου — τυμπάνιον a head dress neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίων — τυμπάνιον a head dress neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανίῳ — τυμπάνιον a head dress neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπάνια — τυμπάνιον a head dress neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπάνιο — το / τυμπάνιον, ΝΑ [τύμπανον] νεοελλ. μουσ. άλλη ονομασία τού τυμπάνου ορχήστρας (για κάλυμμα κεφαλής ή για κεφαλόδεσμο) υποκορ. τού τύμπανον* … Dictionary of Greek
τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου … Dictionary of Greek